γομαριά

γομαριά
η
το γαϊδουροφόρτι: Έφερα δυο γομαριές χώμα για τις γλάστρες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γομαριά — η [γομάρι] φορτίο γαϊδουριού ή αλόγου ή μουλαριού …   Dictionary of Greek

  • γομάρια — γομάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γομάρι — γομάρι, το και γουμάρι, το 1. το φορτίο, το φόρτωμα, η γομαριά: Κουβάλησε πολλά γομάρια ξύλα. 2. ο γάιδαρος: Φόρτωσα τα σακιά στο γομάρι. 3. μτφ., αγενής, αδιάντροπος, αναίσθητος: Το γομάρι δεν είπε ούτε ένα «ευχαριστώ» για την εξυπηρέτηση που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”